- διαλογιέμαι
- διαλογίζομαι размышлять; думать, обдумывать;
§ ούδτε να το διαλογιέμαι ιστείς — это исключено, это абсолютно невозможно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ούδτε να το διαλογιέμαι ιστείς — это исключено, это абсолютно невозможно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek